ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΑΓΡΙΟΥΣ, PART 26: "AFOI ARENA"


Tags: -

            Στρατιωτικός ο πατέρας μου κι η μάνα μου νοικοκυρά. Ευβοείς και οι δυο. Στη Χαλκίδα γεννήθηκαν, στη Χαλκίδα μεγάλωσαν, εκεί γνωρίστηκαν, εκεί παντρεύτηκαν, εκεί ήταν το σπίτι το δικό τους. Το δικό μας. Αλλά μήπως ζήσαμε και ποτέ σ’ εκείνο το σπίτι; Οι μεταθέσεις του πατέρα μου δεν άφησαν την οικογένειά μας ποτέ και πουθενά να βγάλει ρίζες. Από νοίκι σε νοίκι περάσαμε τα χρόνια μας, κι από μετακόμιση σε μετακόμιση. Το πιο πολύ που μείναμε ποτέ στον ίδιο τόπο ήταν τα έξι χρόνια της Καστέλας. Τότε ο πατέρας μου ήταν, νομίζω, λοχαγός, ή το πολύ ταγματάρχης, και υπηρετούσε στο Γουδί. Το γνώριζε πως δεν θα έμενε για πολύ εκεί αλλά εκείνο το λίγο που έμεινε πρόλαβε να μας γράψει, εμένα και την αδερφή μου, στην Ιωνίδειο Πρότυπο Σχολή, και η φήμη του σχολείου αυτού τον έκαναν να διατάξει πως από εκεί θα παίρναμε απολυτήριο, όπου κι αν τον έστελνε εκείνον η υπηρεσία του. Και τον έστειλε απ’ το Γουδί στη Λήμνο. Ήταν η πρώτη φορά που δεν τον ακολουθήσαμε.
            Νοικιάζαμε ένα δυάρι στην οδό Τζαβέλλα, πίσω απ’ την Ευαγγελίστρια. Ποτέ δεν το αγάπησα εκείνο το σπίτι. Καθόλου δεν με νοιάζει αν υπάρχει ακόμη. Στενόχωρο ήταν, και του πατέρα η απουσία το έκανε ακόμη πιο στενόχωρο. Εγώ, βέβαια, το αντιπαθούσα για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο. Το αντιπαθούσα γιατί έριχνε στην πλάτη μου το βάρος ενός καθήκοντος, μιας αποστολής, ενός όρκου. «Καθήκον» και «αποστολή» και «όρκος». Μ’ αυτές τις λέξεις μεγάλωσα στ’ αφτιά μου να βουίζουν. «Γιατί φεύγεις, πατέρα;» ρωτούσαμε εμείς. «Γιατί έχω μια αποστολή» ή «Γιατί με καλεί το καθήκον» ή «Γιατί έδωσα όρκο». Ειδικά ο όρκος με στοίχειωσε. «Άντρας που πατάει τον όρκο του δεν πρέπει πια να λέγεται άντρας». Πόσες φορές το άκουσα τούτο το αξίωμα; Δεν ξέρω. Πάντως αρκετές ώστε να αποφεύγω να ορκίζομαι για πράγματα που δεν ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να τηρήσω. Φανταζόμουν τον Όρκο σαν τέρας γιγαντόσωμο που άλλη δουλειά δεν είχε απ’ το να κλείνει τους ανθρώπους σε κελιά. Και ειδικά τους άντρες. Τέτοιο κελί ήταν για μένα το δυάρι της Τζαβέλλα. Ήταν το σπίτι που ο πατέρας μου με είχε βάλει να ορκιστώ ότι θα προστατεύω, όσο εκείνος έλειπε. Μέσα στους τοίχους του δεν ήμουν παιδί. Ήμουν προστάτης οικογενείας. Παιδί ήμουν μόνο έξω, στη γειτονιά. Όμως... ήμουν παιδί, που να πάρει και να σηκώσει. Και μ’ άρεσε το έξω. Έξω ήταν τα ωραία, τα ίδια κι απαράλλαχτα για όλους τους εφήβους του κόσμου: οι αγοροπαρέες, τα κρυφοτσίγαρα, τα σουλάτσα, τα θηλυκά... Έξω ήταν και η μάντρα των ΑΦΩΝ, το μέρος όπου έγινε το θαύμα. Ούτε δευτερόλεπτο του ελεύθερου χρόνου μου δεν ήθελα να περνάω στο δυάρι. Ώσπου ο Όρκος, ο μπαμπέσης, ζήλεψε ακόμη και την έξω ελευθερία μου και θέλησε κι αυτήν να μου την κλέψει...
            Ήταν το σχολικό έτος 1983-1984 και πήγαινα Δευτέρα Γυμνασίου. Δεν είχα κλείσει ακόμη χρόνο στον Πειραιά. Οι καινούργιοι μου φίλοι τότε πρωτοξεκινούσαν να πηγαίνουν στο Καραϊσκάκη˙ κάποιοι με τους πατεράδες τους, κάποιοι ζούλα απ’ τους δικούς τους. Κι έκανα το λάθος, αντί να πάω κι εγώ με τους δεύτερους, να ενημερώσω πρώτα τη μάνα μου, να μη με ψάχνει. Τ’ άκουσε κι έφριξε. Η τραγωδία του 1981 ήταν ακόμη σχετικά νωπή. Δούλεψε ο συζυγικός ασύρματος, και στο πρώτο τηλέφωνό του ο αξιωματικός με έβαλε να ορκιστώ: «Εσύ, στο γήπεδο, χωρίς εμένα, ποτέ! Ορκίσου». Και ορκίστηκα, που να μην ορκιζόμουν. Και «άντρας που πατάει τον όρκο του δεν πρέπει πια να λέγεται άντρας». Τις Δευτέρες,  μετά από εντός έδρας αγώνες του Θρύλου, άκουγα τους συμμαθητές μου να μιλάνε για ό,τι είχαν ζήσει την προηγούμενη μέρα στις κερκίδες. Έγραφαν στα θρανία τα συνθήματα που μάθαιναν, αντάλλαζαν εντυπώσεις και σχεδίαζαν την επόμενη επίσκεψή τους στο τέμενος του Εφήβου. Έφευγα. Δεν άντεχα να τους ακούω. Την επόμενη χρονιά ο Ολυμπιακός μετακόμισε στην Καλογρέζα. Οι συμμαθητές μου κόψανε το γήπεδο και το μαρτύριό μου μετριάστηκε. Αλλά έμενε ο καημός. Εκείνοι είχαν ζήσει Καραϊσκάκη. Εγώ όχι. Την ευκαιρία μου την είχα χάσει. Μάλλον.

            Κάπου στην Ομηρίδου Σκυλίτση, λίγο χαμηλότερα απ’ το καπνεργοστάσιο του Κεράνη, εκεί ήταν η μάντρα. Ποτέ δεν έμαθα το παρελθόν της. Θα ήταν ίσως καμιά φάμπρικα που είχε πέσει θύμα της αποβιομηχανοποίησης του Πειραιά και έστεκε πια ερειπωμένη. Πάνω απ’ την είσοδο κρεμόταν μια ταμπέλα με τα περισσότερα γράμματα σβησμένα απ’ την πολυκαιρία. Φαινόταν μόνο ένα «ΑΦΟΙ...» κι ύστερα μια κατάληξη, «...ΙΔΗ», και τέρμα δεξιά, στην άκρη άκρη, ένα αχνό «& ΣΙΑ». Στις μικρές πλευρές είχαμε ζωγραφίσει με κιμωλία τα δύο τέρματα, στο δάπεδο τη γραμμή του κέντρου, τα όρια των δύο περιοχών και τις βούλες του πέναλτι. Και γύρω γύρω, στα τοιχώματα, ανθρωπάκια. Πλήθος ανθρωπάκια. Το ένα κεφάλι πίσω απ’ το άλλο. Άλλα νεανικά, άλλα ρυτιδωμένα, άλλα με μαλλιά, άλλα φαλακρά, άλλα μουσάτα, άλλα ξυρισμένα. Ήταν οι θεατές μας. Με τα πανό τους, με τα κασκόλ τους, με τα όλα τους. Επρόκειτο για την απόλυτη προσομοίωση ποδοσφαιρικού γηπέδου. Ήταν το AFOI ARENA και τύφλα να ’χει ο Μαρακανάς! Ο κανονισμός του off side δεν ίσχυε. Τα φάουλ ίσχυαν αλλά είχαν το ρίσκο τους. Αν κανείς διέκοπτε τη φάση και ζητούσε φάουλ, έθετε το πράγμα στη δικαιοδοσία της ομηγύρεως. Αν συμφωνούσαν μαζί του οι πολλοί, τότε εντάξει. Αν, όμως, η μαρίδα διαφωνούσε, τότε το φάουλ το χρεωνόταν εκείνος που το είχε ζητήσει. Κι έτρωγε φάπες ανελέητες. Από τα out ίσχυαν μόνο τα κανονικά, δίπλα στα τέρματα. Τα πλάγια δεν ίσχυαν κι έτσι οι τοίχοι των μεγάλων πλευρών του κτηρίου γίνονταν συμπαίκτες, με τους οποίους μπορούσε κανείς να αλλάζει πάσες και να κάνει συνδυασμούς και τριγωνάκια. Η παρέα μας δεν ήταν τόσο μεγάλη ώστε να βγαίνουν ενδεκάδες. Συνήθως παίζαμε πέντε εναντίον πέντε ή, το πολύ, έξι εναντίον έξι. Αν ήμασταν λιγότεροι, τότε ενεργοποιούνταν ο κανονισμός «παγκότερμα», που επέτρεπε στους τερματοφύλακες να απομακρύνονται απ’ τις εστίες τους και να παίζουν και μέσα.  Από τα ματς στους ΑΦΟΥΣ μπορώ να θυμηθώ με κάθε λεπτομέρεια φάσεις αμέτρητες, όχι μια και δυο. Αμέτρητες. Και ποιος έβγαλε την μπαλιά, και ποιος καθόταν τέρμα, και ποιος έκανε το τάκλιν και ποιος έβαλε το γκολ και τα πάντα. Ωστόσο, μία είναι η φάση που έκλεισε μέσα της τη νιότη μου ολόκληρη.
         Είχα μπει πλέον στο Λύκειο. Τα διαβάσματα είχαν σφίξει, αλλά πάντα έμενε χρόνος για μπάλα στους ΑΦΟΥΣ. Κυρίως τα Σαββατοκύριακα. Όταν έγινε το θαύμα, πλησίαζαν Χριστούγεννα, καλή ώρα σαν τώρα που γράφω. Το ματς είχε αρχίσει από νωρίς το απόγευμα, αλλά ο ήλιος του Δεκέμβρη κρύβεται γρήγορα κι ήμασταν πια αναγκασμένοι να παίζουμε με όσο φως έφτανε στη μάντρα απ’ τους προβολείς της Σκυλίτση κι απ’ τα παράθυρα της ΖΑΕ, ενός εργοστασίου που έβγαζε γλυκαντικές ύλες για τη ζαχαροπλαστική και που τα φώτα του δεν έσβηναν ποτέ. Οι ομάδες ήταν πενταμελείς. Στο τέρμα μας καθόταν ο Παύλος. Σπανίως τον βάζαμε τέρμα αυτόν, γιατί ήταν ψηλός και τα χαμηλά σουτ τα έτρωγε εύκολα. Αλλά εκείνη τη μέρα αυτός ήταν που φυλούσε την εστία της ομάδας μου. Το σκορ ήταν διψήφιο και ισόπαλο. Μετά από κάποιο out o Παύλος μού πέταξε την μπάλα με τα χέρια του. Την κοντρόλαρα κάπου στο κέντρο, έχοντας μέτωπο στον Παύλο και πλάτη στα αντίπαλα καρέ. Όταν έστριψα, με είχαν ήδη πλησιάσει δυο απ’ τους άλλους, δεν με έπαιρνε να κάνω τίποτα. Οπότε έστριψα ξανά και γύριζα με την μπάλα προς το τέρμα το δικό μας, έχοντας τους δυο αντιπάλους να με κυνηγούν κατά πόδας. Να την ξαναδώσω στο τέρμα δεν μπορούσα, γιατί καραδοκούσε ένας δικός τους, ξεχασμένος απ’ την προηγούμενη φάση. Είχα φέρει μόνος μου την μπάλα μέσα στην περιοχή μας και, αν μου την έκλεβαν, θα έβγαιναν τρεις φάτσα με τον Παύλο -δύο οι διώκτες κι ένας ο ξεχασμένος- και εγώ θα γινόμουν ρεζίλι των σκυλιών. Αλλά κάπου στο ύψος του πέναλτι έκανα ένα τακούνι κι έστειλα την μπάλα προς τα πίσω. Η φόρα των δύο που με καταδίωκαν τούς παρέσυρε και με προσπέρασαν. Έγραψα ένα μικρό ημικύκλιο και ξαναβρήκα την μπάλα, με τους δύο πρώην διώκτες μου εντελώς εξουδετερωμένους. Είχα τώρα φάτσα το αντίπαλο τέρμα αλλά και ολόκληρους ΑΦΟΥΣ να διανύσω. Τους διήνυσα.  Μου φώναζαν οι συμπαίκτες για πάσα, αλλά η τρίπλα στους δυο αντιπάλους ήταν τόσο επιτυχημένη που ήθελα οπωσδήποτε να τη συνδυάσω με γκολ, να μη χαλάσει το καλλιτέχνημα. Ένας αντίπαλος είχε απομείνει αλλά ήταν πολύ πλάγια, δεν με προλάβαινε. Είχαν τερματοφύλακα τον Μανόλη, δυο χρόνια μικρότερο από μας τους υπόλοιπους. «Βγες του!» του φώναζαν. Βγήκε κι έκανε να πέσει στα πόδια μου, αλλά όσο εκείνος έπεφτε η μπάλα ανέβαινε. Ανέβηκε τόσο που φοβήθηκα το out. Αλλά ευτυχώς κατέβηκε όταν έπρεπε και πήγε κι άφησε το στρογγυλό της αποτύπωμα κάτω απ’ τη γραμμή της κιμωλίας που ήταν το οριζόντιο δοκάρι. Και τότε έγινε το θαύμα.
        Τα ανθρωπάκια των τοίχων έβγαλαν μιλιά και το φώναξαν: «Γκοοολ!» Και τα νεανικά και τα ρυτιδωμένα: «Γκοοολ!» Και τα με μαλλιά και τα καραφλά: «Γκοοολ!» Και τα μουσάτα και τα ξυρισμένα: «Γκοολ!» Φυλακίστηκε η κραυγή τους στους τοίχους της μάντρας και δεν έλεγε να φύγει: «Γκοοολ!» Και άκουγαν τον χαμό συμπαίκτες και αντίπαλοι και το φώναζαν κι εκείνοι: «Γκοοολ!» Κι όσο κρατούσε η κραυγή, τόσο η δόξα μου μεγάλωνε. Δόξα, όχι αστεία.
         Το γκολ το είχε βάλει ο Βασίλης Παπαχρήστου. Ήταν παιχνίδι κυπέλλου, κι ο Θρύλος έπαιζε στο σπίτι του με τυπικά γηπεδούχο τον Εθνικό. Ο Παπαχρήστου είχε πιάσει ένα ασύλληπτο σουτ σχεδόν απ’ τη σέντρα κι είχε κάνει όλον τον κόσμο να παραληρεί από ενθουσιασμό κι από έκπληξη. Οι φωνές των γαύρων είχαν διασχίσει τον πειραϊκό ουρανό κι είχαν τρυπώσει στους μαντρότοιχους των ΑΦΩΝ. Εγώ κι ο Παπαχρήστου είχαμε σκοράρει ταυτόχρονα. Κι ήταν η δόξα μας στα ίσια μοιρασμένη.
      Ήρθε ο καιρός που έφυγα κι απ’ τον Πειραιά, χωρίς να αξιωθώ να πάω στο Καραϊσκάκη. Αλλά μου έμεινε η περηφάνια πως ήρθε κάποτε το Καραϊσκάκη σε μένα. Κι έτσι συναντηθήκαμε. Όταν τη δεκαετία του 1990, φοιτητής πια, πάτησα επιτέλους το πόδι μου στα σκαλοπάτια και στα τσιμέντα, τίποτε δεν μου φάνηκε άγνωστο. Τα ήξερα όλα.


Αυτά από μένα, Νίσσιε. Ξέρεις, πρώτα οι μεταθέσεις του πατέρα μου, μετά οι σπουδές, μετά κάτι προσωπικές μου περιπέτειες με υποχρέωσαν μια ζωή να ταξιδεύω. Όλα τα μέρη που με φιλοξένησαν τα αγάπησα, αλλά δεν ξέρω ποιο να λέω πατρίδα. Το κοντινότερο που έχω σε πατρίδα είναι η μάντρα των ΑΦΩΝ. Καλύτερα να μη μου πεις αν στέκει ακόμη εκείνο το ρημάδι. Μπορεί αυτό που θα ακούσω να μη μου αρέσει. Δώσε πολλά χαιρετίσματα και ευχές για καλά Χριστούγεννα σε όλα τα παιδιά του RATM. Αλλά κυρίως στον Απόστολο, που του έχω αδυναμία ιδιαίτερη γιατί είμαστε συνάδελφοι. Άνθρωποι του όρκου. Του Ιπποκράτειου.

 
Θοδωρής Γαλάνης. Οδοντίατρος. Μελβούρνη, Δεκέμβριος 2015.
Για την αντιγραφή, Nissios.
Και για το βίντεο, Savvas Gridlock.
 
https://www.youtube.com/watch?v=1-NLz4RCK10
 
         

Σχόλια

Εικόνα SantaPreparacion7

Θοδωρή/Nissie, στην Ιωνίδειο την περίοδο εκείνη (από το 82 μέχρι και σήμερα) είχε πια κλήρωση, όχι εγγραφή - πριν είχε εξετάσεις. Το στιγμιότυπο όμως εξαιρετικό, πλους ερυθρόλευκου αεροστάτου με τους μέσα που βλέπαμε κείνη την ώρα τον λήσταρχο να σουτάρει.

Εικόνα nissios

Έτσι είναι, φίλε, δίκιο έχεις. Ο Θοδωρής εννοεί την αίτηση συμμετοχής στην κλήρωση ως ένα είδος εγγραφής.

Εικόνα tsalouxidis

Πού πήγαν σχόλιο κι απάντηση Νίσσιου; Τέλος πάντων, φίλε Νίσσιε αυτό που μου γραψες εχτές το είδα από κινητό και το αναπαρήγαγα κατευθείαν ως δικό μου στην παρέα που κουβέντιαζε άλλο θέμα αρχικά αλλά μετά αναγκάστηκε να κουβεντιάσει για Βιζυηνό. Τους κατέπληξα

Εικόνα jorge rojo

Και το βράδυ ξενύχτι με επανάληψη των καλύτερων φάσεων με το μυαλό. Τι ωραία ιστοριούλα! Μπράβο Θοδωρή.

Εικόνα savvas gridlock

Πολυ ωραια ιστορια. Eκει στου Κερανη που λες πηγαιναμε καμια φορα μετα το φροντιστηριο τριτη Γυμνασιου-πρωτη Λυκειου για κανα τσιγαρο και για τιποτε αλλο που δεν υιοθετουμε την χρηση του, ή για να εμβαθυνουμε τις σχεσεις μας με το αλλο φυλο. Καμια φορα υπηρχε καμια ξεμπαρκη κωλομπα που εψαχνε θυμα και υποχρεωνομασταν να του πεταμε κοτρονες και σιδερικα που υπηρχαν παρατημενα τριγυρω, παντοτε φυσικα με σεβασμο στη σεξουαλικη ιδιαιτεροτητα του καθενος, μην μας πουνε και ρατσιστες που δεν αναγνωριζουμε τα δικαιωματα των μειονοτητων.

Εικόνα Chief Bromden

Σύγαυρε Θοδωρή πολύ ωραίος!
Ελπίζω να σε διαβάζουμε συχνά από εδώ και πέρα...

Εικόνα apostolos gaganis

Θοδωρή, αδελφέ, ζεις σε μια απ΄τις καλύτερες πόλεις του κόσμου... Μας ενώνει πράγματι ο Ιπποκράτειος όρκος, αλλά κι ο Πειραιάς και βέβαια ο Θρύλος... Αναμνήσεις παιδικές, που τις έχουμε ζήσει όλοι. Οι παλιότεροι σίγουρα... Κι εμένα το σχολείο μου, στην Αθήνα παρ΄ότι έμενα στον Πειραιά, σε - ειο τελείωνε...

Σ΄ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΟΛΑ. ΚΑΛΟΤΥΧΟΣ ΚΙ ΕΣΥ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΟΣΟΥΣ ΑΓΑΠΑΣ...

Εικόνα thita

πόσα αδέλφια έχω, από νέα υόρκη μέχρι μελβούρνη, νήσ(σ)ιους και βουνίσιους......

Εικόνα ze ηλιας

Έτσι απλά δακρύσαμε.......

Να πούμε οτι ο Παπαχρήστου μας είχε χαρίσει τη σαιζόν 1986-87 απίστευτη ηδονή στο παιχνίδι τίτλος με τον παο 2-1