ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΑΓΡΙΟΥΣ, PART 9: "Καφρίλα και φιλότιμο"



Ο Μιγκέλ Ντε Θερβάντες έγραψε κάπου, σχολιάζοντας ένα βιβλίο, ότι το βιβλίο αυτό «έχει μέσα πολλές αλήθειες τόσο νόστιμες και διασκεδαστικές, που είναι καλύτερες και από ψέματα». Δανείζομαι τη φράση του Ισπανού και τη βάζω ως προμετωπίδα στην ιστορία μου, όπως έκανε πριν από μένα και ο Ασημάκης Πανσέληνος στο μυθιστόρημά του Τότε Που Ζούσαμε. Ζητώ ειλικρινά συγγνώμη για την αυταρέσκεια και την έπαρση που κρύβει αυτή μου η κίνηση, αλλά η ιστορία που θα πω είναι η αγαπημένη μου. Νιώθω περήφανος που την έζησα, και είναι μεγάλη χαρά για μένα που τη μοιράζομαι μαζί σας. Εξάλλου ο αληθινός συγγραφέας της ιστορίας δεν είμαι εγώ ˙ αληθινοί συγγραφείς είναι, για ακόμη μία φορά, «τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα».
 
Βρισκόμαστε ξανά στα μισά περίπου της θεόμουρλης δεκαετίας του 1980. Σ’ εκείνη την πλατεΐτσα της Νίκαιας που είναι γνωστή ως «Περιβολάκι» υπάρχει ένα περίπτερο αλλιώτικο από τ’ άλλα . Είναι το περίπτερο του κυρ Γιάννη του «Φέτα».  Ο κυρ Γιάννης είναι εξηνταπεντάρης, ίσως ακόμη μεγαλύτερος, με κάτασπρα μαλλιά, ένα μέτωπο γεμάτο ρυτίδες και μια μύτη που μοιάζει με μελιτζάνα κι είναι γεμάτη με παράξενα εξογκώματα και κρεατοελιές. Ωστόσο, το κυριότερο χαρακτηριστικό του περιπτερά μας είναι η προβληματική σχέση του με τη σαπουνάδα. Ο κυρ Γιάννης δεν είναι και τόσο τακτικός επισκέπτης της μπανιέρας, με αποτέλεσμα το περιπτεράκι να μυρίζει κάπως... σαν φέτα ˙ και μη φανταστείτε καμιά φρέσκια φέτα Ηπείρου, εδώ μιλάμε για φέτα ξινισμένη...
 
Τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα, κυρίως εκείνα που έμεναν στη Νίκαια ή τον Κορυδαλλό, σύχναζαν στο Περιβολάκι και αγόραζαν απ’ τον κυρ Γιάννη τσιγάρα και εφημερίδες. Μια, δυο, τρεις, πέντε, δέκα, η δυσοσμία του περιπτέρου άρχισε να συζητιέται. Μια μέρα κάποιο παλιόπαιδο ατίθασο τόλμησε να αυθαδιάσει στον κυρ Γιάννη και να του πει για τη μυρωδιά του ξινισμένου ελληνικού τυριού. «Άντε από δω, ρε τεντιμπόη» ήταν η απάντηση του περιπτερά. Κατόπιν, όμως, πήγε κι άλλο παλιόπαιδο ατίθασο και προέβη σε παρόμοια σχόλια για την καθαριότητα του περιπτέρου. Μετά πήγε κι άλλος, κι άλλος, κι άλλος...Ο κυρ Γιάννης κατέληξε να βγάζει αφρούς απ’ το στόμα και καπνούς από τ’ αφτιά, αλλά τι να κάνει; Ούτε καν φάτσες δεν μπορούσε να συγκρατεί, ώστε να παίρνει τα μέτρα του. Όλοι ίδιοι του φαίνονταν ˙ κάτι αλλόκοτοι μαλλούρηδες...Να κάθεται να διώχνει τους πελάτες;
 
Το θεατρικό δρώμενο δεν άργησε να καθιερωθεί. Οι μαλλούρηδες της θύρας 7 κατευθύνονταν στο περίπτερο ανά δύο. Ο ένας πήγαινε στη φάτσα του περιπτέρου και άρχιζε να ζητάει διάφορα: «Κυρ Γιάννη πιάσε ένα Μarlboro μαλακό, πιάσε και το ¨ ΦΩΣ ¨, πιάσε και τον ¨ΦΙΛΑΘΛΟ¨, πιάσε και μια σοκολάτα υγείας...». Όσο ο κυρ Γιάννης έπιανε το ένα και το άλλο, ο έτερος μαλλούρης πήγαινε πίσω απ’ τον θαλαμίσκο, άνοιγε το πορτάκι και φώναζε :
«ΠΙΑΣΕ  ΚΙ  ΕΝΑ ΤΕΤΑΡΤΟ   Φ-Ε-Τ-Α,   ΡΕ  ΚΟΥΦΑΛΑΑΑΑΑ.  ΑΠ’  ΤΟ  ΚΑΛΟ  ΒΑΡΕΛΙ,  ΡΕ   ΜΟΥΤΡΟΟΟΟΟ.  ΑΠ’  ΤΗ   ΣΚΛΗΡΗ... ».
Ο δύσμοιρος ο κυρ Γιάννης έβγαινε τότε έξω, να κυνηγήσει τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα που του έσπαγαν τα νεύρα, και τους πετούσε ό,τι έβρισκε μπροστά του, από τσιγαροκούτια και σοκολάτες μέχρι καραμέλες και μπρελόκ...
 
Είναι 12 Δεκεμβρίου, του Αγίου Σπυρίδωνα. Ένα μεγάλο μέρος από τις τότε επίλεκτες δυνάμεις «των σκαλοπατιών και των τσιμέντων» της θύρας 7 βρίσκεται αραγμένο στο Περιβολάκι. Τα διάφορα πηγαδάκια έχουν πιάσει το καθένα κι από ένα παγκάκι. Κάποιοι λίγοι κάθονται με το πλάι στα παρκαρισμένα παπάκια τους, ενώ κάποιοι άλλοι στέκονται όρθιοι και γεμίζουν τα γύρω παρτέρια με τζιβάνες κι αποτσίγαρα. Το λακριντί πάει σύννεφο, αλλά κανείς δεν θυμάται τη γιορτή του Σπύρου του «Τάδε». Έφταιγε το παρατσούκλι «Τάδε» που είχε καταδικάσει το όνομα «Σπύρος» σε αχρηστία. Έφταιγαν τα ξίδια που είχαν προηγηθεί στη «Victoria». Έφταιγαν πάνω απ’ όλα οι τζιβάνες...
 
Όμως, ο Κώστας ο «Δείνα» δεν θα μπορούσε να ξεχάσει τη γιορτή του κολλητού του, παρά την αχρηστία του ονόματος «Σπύρος», παρά τα ξίδια και παρά τις τζιβάνες. Πρώτος εκείνος πήγε κι ασπάστηκε τον εορτάζοντα.
«Σπύρακα, χρόνια πολλά, ρε σκύλε μαύρε. Να ’σαι γερός, να σε χαιρόμαστε».
«Ευχαριστώ» απάντησε ο Σπύρος.
Αμέσως ξύπνησαν και οι υπόλοιποι και άρχισαν οι ασπασμοί, οι ευχές και τ’ αγκαλιάσματα.
Πρώτα το ένα παγκάκι:
«Σπυράρα, να μας ζήσεις ρε, να χαίρεσαι τ’ όνομα».
«Ευχαριστώ παιδιά, να ’στε καλά».
Μετά το άλλο παγκάκι:
«Σκύλε, πολύχρονος ρε, ό,τι ποθείς».
«Σας ευχαριστώ όλους».
Μετά το παρκαρισμένο παπί:
«Χρόνια πολλά, ρε κακούργε. Να’ σαι γερός».
«Ευχαριστώ».
Κάποιος σκατόψυχος παλιοχαρακτήρας της παρέας δεν άντεξε και το ’πε:
«Όλο ευχαριστείς, ευχαριστείς, αλλά καμιά κερασματική δεν είδαμε ακόμα... Ραμμένο το ’χεις το κομπόδεμα;»
«Ποιο κομπόδεμα, ρε φίλε, δεν υπάρχει μανικετόκουμπο...»
«Ναι, καλά, δεν υπάρχει μανικετόκουμπο και ιστορίες για αγρίους...Πες ότι τα φυλάς, να τα φας με το κορίτσι κι άσ’ τα τ’ άλλα...».
«Στο λόγο μου ρε, ψέματα να σου πω; Βλέπω σουβλάκι και δακρύζω λέμε... »

 
Κατόπιν τα ευχολόγια έπαυσαν και οι συζητήσεις μετατοπίστηκαν σε άλλα θέματα, άσχετα με γιορτές και αγίους και μανικετόκουμπα. Όμως ο Σπύρος ο «Τάδε» έμενε συνοφρυωμένος και δεν συμμετείχε στο κουβεντολόι. Κάποια στιγμή κάτι ψιθύρισε στον Κώστα τον «Δείνα» ˙ ο Κώστας στον Γιάννη, ο Γιάννης στον Λουκά, o Λουκάς στον Μάκη... Λίγο μετά ετέθη σε εφαρμογή το δόλιο σχέδιο.
 
Ο εορτάζων Σπύρος ο «Τάδε» και ο κολλητός αυτού Κώστας ο «Δείνα» πήγαν στο περίπτερο του κυρ Γιάννη του «Φέτα». Ο Σπύρος πήγε από μπροστά κι άρχισε τις παραγγελίες:
«Κυρ Γιάννη, ένα Marlboro μαλακό, ένα αναπτηράκι κόκκινο, μια σοκολάτα υγείας...»
Ο Κώστας ο «Δείνα» πήγε από πίσω, άνοιξε το πορτάκι και φώναξε:
«ΚΑΙ   ΜΙΣΟ   ΚΙΛΟ Φ-Ε-Τ-Α,  ΡΕ ΚΟΥΦΑΛΑΑΑΑΑΑΑ. ΑΠ’ ΤΟ ΚΑΛΟ ΒΑΡΕΛΙ ΡΕ ΜΟΥΤΡΟΟΟΟΟ.  ΑΠ’   ΤΗ   ΣΚΛΗΡΗ...».
Ο κακομοίρης ο κυρ Γιάννης βγήκε έξω κι άρχισε τις εκτοξεύσεις. Πήρε στο κυνήγι τα δύο παλιόπαιδα τ’ ατίθασα και άφησε το περίπτερο στο έλεος των υπολοίπων. Μπήκαν μέσα, πήραν σοκολάτες, πήραν καραμέλες, πήραν τσιγάρα, και τι δεν πήραν... Όλα αυτά για τα «Χρόνια Πολλά» του Σπύρου του «Τάδε».
           
Η ιστορία, φίλοι μου, δεν τελείωσε εκείνη τη νύχτα. Η τελευταία της πράξη εκτυλίχθηκε το επόμενο πρωί. Ο Σπύρος ο «Τάδε» πήρε το μηχανάκι του και πήγε στο Περιβολάκι. Στα παρτέρια της πλατεΐτσας βρίσκονταν ακόμη σοκολάτες, τσιγαροκούτια και άλλα προϊόντα λιανικής, κάποια εντελώς άθικτα. Ο Σπύρος τα μάζεψε ένα ένα και τα πήγε στο περίπτερο με τις δυσάρεστες οσμές.
«Κυρ Γιάννη, πιάσε ένα Marlboro μαλακό, το ¨ΦΩΣ¨ και τον ¨ΦΙΛΑΘΛΟ¨. Δεν μου λες, δικά σου είναι αυτά;»
«Ναι, αγόρι μου, πράγματα του περιπτέρου είναι. Δεν ξέρεις τι τράβηξα χθες με κάτι αλήτες...»
«Παρ’ τα, μια χαρά είναι. Δεν πάθανε τίποτα».
«Ευχαριστώ πολύ».
«Και πού ’σαι...Πάρε κι αυτό το πεντοχίλιαρο, μην περάσει κανείς και στο φάει. Το βρήκα εδώ, κάτω απ’ τα περιοδικά. Δεν είναι δικό μου. Μάλλον θα σου ’πεσε...».
 
Η ζημιά που είχε πάθει ο κυρ Γιάννης ο «Φέτας» δεν καλύφθηκε φυσικά από ένα πεντοχίλιαρο. Αλλά, τέλος πάντων, τόσα είχε μπορέσει να βρει τότε ο Σπύρος ο «Τάδε»,
ο κολλητός του Κώστα του «Δείνα»,
ο εξτρεμιστής, ο αλήτης, ο μαλλούρης, ο τατουαζάκιας,
ο χουλιγκάνος της θύρας 7,
ο κακούργος, ο σκύλος ο μαύρος,
ο μεγαλύτερος αδερφός μου...
 
(Έγραψα 9 ιστορίες για αγρίους. Αφήνω το 10, το καλό, στον γίγαντα R-OMEN και πάω διακοπές. Τα λέμε.)

Σχόλια

Εικόνα R-OMEN

.....ΕΠΕΙΔΗ ΓΝΩΡΙΖΩ ΠΩΣ ΞΕΡΕΙΣ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ ΠΟΥ ΑΛΛΑ ΠΟΙΟΙ ΕΥΧΟΜΑΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΕΑ ΣΟΥ ΟΣΟ ΠΙΟ ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΜΠΟΡΕΙΣ.....ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΒΟΥΤΙΑ ΟΠΩΣ ΣΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΣΟΥ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΑΣ :)

Εικόνα ALEXIS7GER

ρε ΣΑΒΒΑ με μπερδεψες . Εαν εσυ εγραψες την ιστορία και - άρα - εσύ πηγαίνεις διακοπές , τότε ποιόν ρωτας πότε θα γυρίσει απο διακοπές στο σχόλιο ?? τον εαυτόν σου ?? χαχα γιατί εαν το εκανες οντως αυτό ΕΙΣΑΙ ΤΙΤΑΝΟΤΕΡΑΣΤΙΟΣ , ΛΟΓΙΟΣ κλπ και ποιός ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΙΟΝΕΣΚΟ να φτουρήσει μπροστά σου ..ΥΠΟΚΛΙΝΟΜΑΙ !!!

Εικόνα apostolos gaganis

Δεν το βλεπεις οτι τωρα τελευταια βρισκεται σε οιστρο; ΟΙΣΤΡΟ λεμε!

Εικόνα μαουνιέρης

Υ Π Ε Ρ Ο Χ Ο ! Me gusta, που λένε και οι Αργεντίνοι που προκρίθηκαν στα ημιτελικά.
Έχω κάτι ιδέες. Τις συζητάμε από φθινόπωρο...

Εικόνα savvas gridlock

Άντε να δούμε πότε θα γυρίσεις απ'τις διακοπές...

Εικόνα apostolos gaganis

1. Να περασεις καλα, να΄σαι γερος και παντα ορεξατος.

2. Η φετα στη φωτο, χωρις πλακα, μου ανοιξε την ορεξη κι ετοιμασα εναν τακο, δεν σου λεω τιποτα...

3. Τα παλιοπαιδα τελικα δεν ηταν μονο ατιθασα. Ηταν κυριολεκτικα ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΑ, και

4 Η επιδημια της ΄΄ρατμιτιδας΄΄ οχι μονο δεν ελεγχεται, δεν περιστελλεται, αλλα αντιθετα φαινεται να εξαπλωνεται σταθερα. Εδω γινονται πια, καταθεσεις ΨΥΧΩΝ. Κι αυτο, ΔΕΝ ΝΙΚΙΕΤΑΙ. Ειδικα οταν μιλαμε για ΨΥΧΕΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ.